- χειρικός
- χειρ-ικός, ή, όν,A manual,
ἔργα POxy.1692.5
(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔργα POxy.1692.5
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρικός — ή, όν, Α [χείρ, χειρός] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.). επίρρ... χειρικῶς Α με τα χέρια … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek